Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφυτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άφυτος, -η, -ο [áfitos] s. αφύτευτος 2
:
  • μια άφυτη κοιλάδα |
  • οι άφυτες πλαγιές της Aίγινας δέχονταν κατάστηθα το φως της ημέρας (Karagatsis) [fr kath (neol |
  • Koumanoudis

[1893]) άφυτος, cpd w. φυτός (Pind.+)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες