Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άφτρα 1 η [áftra] Ο25 : η άφθα.
[μσν. άφθρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] < αρχ. ἄφθα ίσως παρετυμ. άφτρα 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άφτρα 2 η : (λαϊκότρ.) α. φιτίλι. β. προσάναμμα.
[ελνστ. ἅπτρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφτρα1 [áftra] η, med
- sore or blister in the mouth caused by various mycotic diseases, aphtha, thrush, sprue (syn άφθα)
[fr postmed (Somavera) άφτρα ← MG (IΛ) άφθρα, this der of AG ἄφθα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφτρα2 [áftra] η,
- ① lampwick, candlewick (syn φιτίλι)
- ② burned part of wick, snuff (syn καύτρα):
- η φλόγα της λαμπάδας ξεκόλλησε επιτέλους από την ~ του φιτιλιού και πέταξε ταψήλου (Myriv)
[fr MG (schol.) άπτρα, der of άπτω; cf postmed (Somavera) άφτρια]



