Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφτιαστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άφτιαστος, επίθ.
  • Aνεπεξέργαστος:
    • τ’ άφτιαστο σίδερον δεν μαλάσσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [261]).

[<στερ. α‑ + φτιάνω. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφτιαστος -η -ο [áftxastos] & άφκιαστος -η -ο [áfastos] Ε5 : (λαϊκότρ.) άφτιαχτος.

[α- 1 φτιασ- (φτιάνω) -τος· α- 1 φκιασ- (φκιάνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφτιαστος, -η, -ο [áftjastos] (also άφκιαστος, άφτιαχτος & άφτιαγος)
  • ① not constructed, unbuilt, unmade (syn ακατασκεύαστος 1, ακάμωτος 1, ant φτιαγμένος):
    • ~ δρόμος |
    • άφτιαστο σπίτι, φόρεμα |
    • δεν είχε τίποτα έτοιμο, αλλά πολλά μες στο κεφάλι της άφκιαχτα κι ατελείωτα (Segditsas)
  • ② unmade, unprepared (syn ανετοίμαστος, ant ετοιμασμένος, φτιαγμένος):
    • ~ καφές |
    • άφτιαστη προίκα |
    • άφτιαστο φαγητό
  • ③ not fixed, unrepaired, unmended (syn αδιόρθωτος 3, ανεπισκεύαστος b, άσιαχτος 2):
    • άφτιαστο ρολόι
  • ④ undeveloped, unripe, green (syn αγίνωτος 2, ακάμωτος 2, άμεστος 1, άπλερος 1b):
    • κυμάτιζαν απαλά τα άφτιαχτα στάχυα (Petsalis)
  • ⓐ not fully developed, young (syn in ασχημάτιστος 2) εκεί που περίμενε μια παιδούλα άγουρη και ντροπαλή και άφτιαχτη, .. βλέπει μια γυναίκα μπρος του, .. φτιαγμένη πια (Petsalis)
  • ⓑ unformed, unshaped, unestablished (syn in ασχημάτιστος 3):
    • η ράτσα σας, .. καινούργια και άφτιαστη, δεν είναι καθάρια ακόμη, δεν έχει σχηματιστεί ολότελα (IDragoumis)
  • ⑤ not made up, unfabricated, uninvented, uncontrived (syn ακατασκεύαστος 2, ant φτιαστός):
    • θα μπορούσε να μάθει μιαν αληθινή, άφτιαχτη ιστορία, για να στείλει στην εφημερίδα του (LAkritas)
  • ⓒ uncontrived, unaffected, plain, simple (syn ανεπιτήδευτος, απλός2 4):
    • η πρωτόγονη κι άφκιαστη φύση .. με ορμή και ειλικρίνεια εκφράζει την πρωτόφαντη θέρμη της ζωής (Evangelidis)
  • ⑥ not tidied up, untidy, disorderly, messy (syn ασυγύριστος 1a):
    • άφτιαστο δωμάτιο, κρεβάτι
  • ⓓ untidy, slovenly, shabby (syn ασυγύριστος 1b, ατημέλητος 1, αφρόντιστος 2c):
    • όλη τη βδομάδα είμαστε αξύριστοι, άφτιαχτοι, αξεσκόνιστοι (Z.Σ.P.)
  • ⓔ left in a dishevelled state, not made neat-appearing or beautiful, not fixed up (syn ακαλλώπιστος 1):
    • poem άφκιαστο κι αστόλιστο | του χάρου δε σε δίνω (Palam) [fr postmed άφτειαστος, cpd w. φτειαστός ( |
    • φτειάνω ← MG ευθειάζω [Kriaras' Lex] ← ByzG

[PatrG 9th c. AD] ευθειάζω; cf ModG κακόφτιαστος, καλόφτιαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες