Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άφρονας
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφρονας [áfronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : άφρων. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ἄφρων, αιτ. -ονα]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφρονας [áfronas] ο, (L)
  • mindless or foolish person (syn άμυαλος1 2, ασύνετος1):
    • ο ~ του ευαγγελίου, που καμάρωνε τις σοδιές του, δεν ήτανε δα και κανένας μανιακός φιλαναγνώστης (Panagiotop) |
    • οι σοφοί κόπιασαν πολύ, | για να πείσουν τους άφρονες (Theodoridis) |
    • ας μη φλυαρούμε μεταξύ μας σαν άφρονες στη μέση του πεδίου της μάχης (Vrettakos) |
    • poem δεν ξέρουν οι άφρονες πως είναι ψέμα | και πειρασμός ο πύργος της Bαβέλ κλ (Kanellop)

[substantiv. m of άφρων]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go