Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άφρονα, επίρρ.
-
- Aσύνετα, απερίσκεπτα:
- εις τ’ Άδου το λαρύγγι άφρονα τρέχει (Pοδολ. Xορ. δ´ 8).
[<επίθ. άφρονος]
- Aσύνετα, απερίσκεπτα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφρονα [áfrona] adv (L)
- mindlessly, foolishly, unwisely (syn in άμυαλα):
- poem ω, πώς λησμονηθήκαμε παίζοντας ~ οι τρελοί (Malakasis) |
- .. ασωτέψαμε ~ τη νιότη μας κλ (Zotos)
[fr postmed άφρονα, der of άφρονος; s. also sub αφρόνως]
- mindlessly, foolishly, unwisely (syn in άμυαλα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άφρονας [áfronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : άφρων. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἄφρων, αιτ. -ονα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφρονας [áfronas] ο, (L)
- mindless or foolish person (syn άμυαλος1 2, ασύνετος1):
- ο ~ του ευαγγελίου, που καμάρωνε τις σοδιές του, δεν ήτανε δα και κανένας μανιακός φιλαναγνώστης (Panagiotop) |
- οι σοφοί κόπιασαν πολύ, | για να πείσουν τους άφρονες (Theodoridis) |
- ας μη φλυαρούμε μεταξύ μας σαν άφρονες στη μέση του πεδίου της μάχης (Vrettakos) |
- poem δεν ξέρουν οι άφρονες πως είναι ψέμα | και πειρασμός ο πύργος της Bαβέλ κλ (Kanellop)
[substantiv. m of άφρων]
- mindless or foolish person (syn άμυαλος1 2, ασύνετος1):



