Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφρακτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άφρακτος, επίθ.
  • Που δεν είναι φραγμένος, ξέφραγος:
    • (Xίκα, Mονωδ. 31).

[αρχ. επίθ. άφρακτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφρακτος s. άφραχτος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες