Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άφραγος, επίθ.
-
- Που δεν είναι φραγμένος, ξέφραγος·
- (εδώ) ανοχύρωτος:
- (Πεντ. Aρ. XIII 19).
- (εδώ) ανοχύρωτος:
[<στερ. α‑ + φράζω. H λ. και σήμ.]
- Που δεν είναι φραγμένος, ξέφραγος·
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφραγος s. άφραχτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άφραγος -η -ο [áfraγos] Ε5 : (λαϊκότρ.) άφραχτος. ΠAΡ Άφραγο αμπέλι ο καθένας το τρυγά, σε ένα σύνολο, σε ένα χώρο που δεν προστατεύεται, ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.
[α- 1 φραγ(ή) -ος]



