Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άφραγκος -η -ο [áfraŋgos] Ε5 : (οικ.) που δεν έχει καθόλου χρήματα· απένταρος, αδέκαρος: Έμεινε ~ και ζητάει δανεικά.
[α- 1 φράγκ(ο) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφραγκος, -η, -ο [áfraŋgos]
- penniless (syn αδέκαρος, απένταρος2, άψιλος):
- στ' αρχαία τα χρόνια οι ψαράδες έτσι ήντουσαν, καληώρα σαν και του λόγου μας, άφραγκοι (Zappas) |
- rembetiko song .. γυρίζω σαν αλήτης | ~ κι ερημοσπίτης (IPetrop)
[cpd w. φράγκο]
- penniless (syn αδέκαρος, απένταρος2, άψιλος):



