Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άφοβα, επίρρ.· ανέφοβα.
-
- 1)
- α) Xωρίς φόβο:
- την θάλασσαν άφοβα να την έμπεις (Λίβ. Sc. 1866)·
- β) με θάρρος, με τόλμη:
- άφοβα εμίλειε του ρηγός (Eρωτόκρ. Δ´ 528).
- α) Xωρίς φόβο:
- 2) Xωρίς συστολή, σεβασμό:
- δεν ακροάζονται (ενν. αι γυναίκαι) την ακολουθίαν … με ευλάβειαν, αλλά στέκονται άφοβα (Nομοκ. 38818).
[<επίθ. άφοβος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφοβα [áfova] adv
- ① fearlessly, boldly, dauntlessly, intrepidly (syn άσκιαχτα, άτρομα, ατρόμητα, θαρραλέα):
- γελά, κοιτάζει, πλησιάζει ~ |
- βαδίζει ~ προς το τέλος του |
- λέει ~ την αλήθεια |
- ~ σηκώνει το κεφάλι |
- ~ τα 'βαζαν με τις θύελλες και με τους κουρσάρους (Papanoutsos) |
- θα συνεχίσει ~ τον αγώνα (Christidis) |
- μαζί του θα μπορούσα ~ να επιχειρήσω τις πιο επικίνδυνες περιπλανήσεις (Grigoris) |
- περνούσαν δειλά στην αρχή, μα όσο πήγαιναν και αφοβότερα (Delmouzos)
- ⓐ without fear, apprehension, or worry:
- πίνει μπίρα ~ |
- ηύρε τέλος το μέρος, που θα κρύψει ~ τους θησαυρούς του (Karkavitsas) |
- αν εύρισκα ένα άγνωστο νησί, .. για να γεννιούνται εκεί ~ τα παράνομα παιδιά μου (Venezis) |
- είχαν κι οι τρεις [καθηγητές] απαντήσει, να κάνει ~ όσα μπόλια θέλει (EKazantz) |
- θα μπορούν πια να λατρεύουν φανερά, ~ και όπως το λαχταρούν το θεό τους (Milioris)
- ② w. assurance, confidently:
- μ' όλα τ' άσπρα μου μαλλιά θα μπορούσατε ~ να με ονομάσετε πρεσβύτερο αδελφό σας (Palam) |
- είναι ένα χωριό μοναδικό, .. που θα μπορούσε να συγκριθεί ~ με καθετί παρόμοιο στον κόσμο (Chatzinis) |
- η μεταμόρφωση του εξωτερικού σχήματος .. μπορεί ~ να χαρακτηρισθεί σαν παραμόρφωση των εικονογραφικών τύπων (LMarangou)
[fr postmed, MG άφοβα (cf AG ἀφόβως), der of άφοβος]
- ① fearlessly, boldly, dauntlessly, intrepidly (syn άσκιαχτα, άτρομα, ατρόμητα, θαρραλέα):



