Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφλεκτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άφλεκτος, επίθ.
  • Που δε φλέγεται:
    • άφλεκτον … βάτον (Aρσ., Kόπ. διατρ. [1108] (έκδ. βάσιν).)>

[αρχ. επίθ. άφλεκτος. H λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφλεκτος -η -ο [áflektos] Ε5 : που δε φλέγεται, δεν πιάνει φωτιά. ANT εύφλεκτος: Άφλεκτες ύλες.

[λόγ. < αρχ. ἄφλεκτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφλεκτος, -η, -ο [áflektos] (L)
  • non-flammable, non-combustible, fireproof (syn άκαυστος):
    • άφλεκτα πλαστικά φύλλα |
    • η μόνωση δεν είχε στεγνώσει και δεν είχε καταστεί άφλεκτη |
    • ένα άφλεκτο ον περνάει τη φωτιά χωρίς να καεί (Moustoxydis)

[fr kath άφλεκτος ← postmed ← AG, cpd w. combin form -φλεκτος (: φλέγω); cf εe-, (tm)μί-, ByzG ετοιμόφλεκτος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες