Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άφθονα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
άφθονα [áfθona] adv (L)
  • abundantly, amply, profusely, plentifully, bountifully (syn αφθόνως L, μπόλικα, πλούσια):
    • τρώει ~ |
    • αίθουσα ~ φωτισμένη (syn άπλετα) |
    • ο θεός και η φύση τον επροίκισαν ~ με όλα τ' αγαθά τους (Kanellop) |
    • φανερώνεται πανώρια, να τους μοιράσει ~ τις ευεργεσίες της (Evelpidis) |
    • συνεχίζει ~ την έμμετρη παραγωγή του (Dimaras) |
    • το νησί είναι γυμνό από δέντρα και το μόνο που ευδοκιμεί ~ εκεί είναι η συκιά (Varelas)

[der of άφθονος; cf adv αφθόνως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go