Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφησμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άφησμα [áfizma] το,
  • act of letting go or releasing (syn αμόλημα 1, απόλυμα 1)

[fr postmed (Somavera) άφησμα, der of αφήνω (fr aor stem αφησ-, άφησα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες