Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφευκτο [áfefkto] το, (L)
- the inevitable, the unavoidable, inevitability (syn αφεύγατο)
[substantiv. n of άφευκτος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άφευκτος -η -ο [áfefktos] & άφευχτος -η -ο [áfefxtos] Ε5 : (λογοτ.) που δεν είναι δυνατό να τον αποφύγει κάποιος· αναπόφευκτος: Άφευκτη μοίρα / ήττα.
[λόγ. < ελνστ. ἄφευκτος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφευκτος, -η, -ο [áfefktos] (L) (& D άφευχτος)
- :
- ~ θάνατος |
- άφευκτη μοίρα |
- άφευκτη καταδίκη, καταστροφή |
- εφαίνονταν λουφασμένα και κατάφοβα από τον άφευκτο κίνδυνο, που απειλούσε το χωριό (Karkavitsas) |
- η γέννηση και ο θάνατος, άφευκτα όρια στην ύπαρξη του ανθρώπου, χλευαστικά διαψεύδουν την ελευθερία του (Despotop) |
- εκφράζει την ανθρώπινην ανάγκη, που είναι κι αυτή βασανιστική κι άφευχτη (Chourmouzios) |
- poem .. αδύνατη είναι τώρα πια η φυγή, | άφευχτη η σφαγή (Athanas)
[fr kath άφευκτος ← postmed (Somavera) ← K, cpd w. φευκτός]



