Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφευκτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άφευκτα [áfefkta] adv (L)
  • ① inevitably, unavoidably, inescapably (syn L αναπόδραστα, αναπότρεπτα, αναπόφευκτα, μοιραία):
    • ο υπερβολικός επανεξοπλισμός .. οδηγεί ~ σ' ένα χρόνιο πληθωρισμό (Angelop) |
    • η συμφιλίωση θα γίνει ~ .. με τη γενιά που ανατέλλει (Chourmouzios)
  • ② without fail, necessarily, absolutely (syn απαραίτητα 1, οπωσδήποτε):
    • δύο του βιβλία είναι γαλλικά μεταφρασμένα, που πρέπει να τα έχουμε ~ (Palam)

[fr postmed (Somavera) άφευκτα, der of άφευκτος; cf kath αφεύκτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες