Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτροπος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άτροπος, -η, -ο [átropos] (L)
  • ① unchangeable, irrevocable, incommutable (near-syn αμετάτρεπτος 2):
    • άτροπη μοίρα |
    • poem κατά που γνέθει η άτροπη Kλώστρα, αυτό θα γίνει (Papatsonis)
  • ② substantiv., cap, AG myth. one of the three Fates, Atropos:
    • να βρεις την Άτροπο, την Kλωθώ και τη Λάχεση στους πάγους του Bοριά (Karagatsis)

[fr kath άτροπος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες