Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άτοπα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άτοπα, επίρρ.
  • Aνάρμοστα, με απρέπεια:
    • την άχριστόν σου κεφαλήν … άτοπα να την δούσιν (Παρασπ., Bάρν. C 135).

[<αρχ. επίθ. άτοπος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτοπα [átopa] adv (L)
  • ① inappropriately, incongruously, inaptly (syn ατόπως, near-syn ανάρμοστα, αταίριαστα 1):
    • ~ γίνεται λόγος για 'γλωσσολόγο νομοθέτη' (Triandaphyllidis) |
    • η Εκάβη άκαιρα και ~ θυμήθηκε το ζωγράφο (Karouzos)
  • ② inappropriately, unbecomingly, undecorously (syn άπρεπα, αταίριαστα 2):
    • μιλάει, φέρεται άτοπα |
    • ~ συγκεντρωθήκαμε, για να παρακολουθήσομε αδιάκριτα από την κλειδαρότρυπα απόρρητα (Thrylos) |
    • ποτέ δεν τον πλησιάζει, ίσως γιατί δε θέλει να οικειωθεί ~ μαζί του (Sachinis)

[fr postmed άτοπα, der of άτοπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go