Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτολμα [átolma] adv
- diffidently, hesitantly, timidly, shyly (syn διστακτικά, επιφυλακτικά):
- μίλησε, ψιθύρισε ~ |
- θέτει πολύ ~ το ζήτημα (Papanoutsos) |
- άπλωσε το χέρι του ~ (Terzakis) |
- τα φανάρια συμμάζευαν το φως τους ~ (id.) |
- ρίχνει τις τελευταίες του σφαίρες αραιά και ~ (Petsalis)
[fr postmed (Somavera) άτολμα, der of άτολμος2]
- diffidently, hesitantly, timidly, shyly (syn διστακτικά, επιφυλακτικά):



