Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτεχνα [átexna] adv
- inartistically, inexpertly, unskilfully, clumsily (syn αδέξια 2, κακότεχνα):
- ~ |
- διδάσκει, τραγουδάει ~ |
- παίζει ~ το πιάνο |
- έχει καταστραφεί σε μερικά σημεία από σεισμούς κι ~ επιδιορθωθεί (Ouranis) |
- οι πιο πολλές πλαστογράφησαν το κείμενο, άλλες ~ και άλλες με .. τέχνη (Delmouzos) |
- για το άλεσμα των σιτηρών χρησιμοποιούνται τριβεία και γουδιά ~ καμωμένα από πέτρα (NPlaton) |
- η προτομή είναι σκαλισμένη σε μαρμαρόπετρα ~ (Gialourakis)
[fr postmed (Somavera) άτεχνα, der of άτεχνος]
- inartistically, inexpertly, unskilfully, clumsily (syn αδέξια 2, κακότεχνα):



