Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτεκνος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άτεκνος, επίθ.
  • 1) Που δεν απέκτησε τέκνα:
    • (Iμπ. 42).
  • 2) Στείρος:
    • (Πεντ. Δευτ. VIII 14).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = ατεκνία:
    • λυπεί με το άτεκνον (Aχιλλ. N 62).

[αρχ. επίθ. άτεκνος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άτεκνος -η -ο [áteknos] Ε5 : που δεν απόκτησε ή δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά· άκληρος: Άτεκνο αντρόγυνο.

[λόγ. < αρχ. ἄτεκνος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτεκνος1 [áteknos] ο, (L)
  • childless person (ant πολύτεκνος1):
    • δεν έχει γίνει συνείδηση ότι ο κάθε ~

[substantiv. m of άτεκνος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτεκνος2, -η, -ο [áteknos] (L)
  • childless (syn άκληρος 2):
    • ~ |
    • άτεκνη οικογένεια |
    • άτεκνο ζευγάρι |
    • πέθανε άτεκνη |
    • ως ~ που ήτο, δεν είχε πολλές ανάγκες (Kondylakis) |
    • εδώ έρχονταν οι άτεκνες γυναίκες, για ν' αποκτήσουν την ποθητή ευγονία (Varelas) |
    • o ~ σύζυγος δικαιωματικά έπαιρνε με στεφάνι μια δεύτερη γυναίκα (IPetrop)

[fr postmed, MG άτεκνος ← K (also pap), AG ἄτεκνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες