Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτεκνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άτεκνη [átekni] η, (L)
  • childless woman:
    • poem .. θέλει μια ~

[substantiv. f of άτεκνος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες