Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτεγκτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άτεγκτα [áteŋgta] adv (L)
  • inflexibly, rigidly, strictly (syn άκαμπτα, αλύγιστα, αυστηρά):
    • η αναχρονιστική ιστορική ορθογραφία .. εφαρμόζεται ~ |
    • παραπονείται για τη ζωή του, που 'ναι μονότονη, ρουτινιέρικη, ~ τυποποιημένη (Iatridi)

[der of άτεγκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες