Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτεγκτα [áteŋgta] adv (L)
- inflexibly, rigidly, strictly (syn άκαμπτα, αλύγιστα, αυστηρά):
- η αναχρονιστική ιστορική ορθογραφία .. εφαρμόζεται ~ |
- παραπονείται για τη ζωή του, που 'ναι μονότονη, ρουτινιέρικη, ~ τυποποιημένη (Iatridi)
[der of άτεγκτος]
- inflexibly, rigidly, strictly (syn άκαμπτα, αλύγιστα, αυστηρά):



