Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άτακτα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άτακτα, επίρρ.
  • 1) Aντικανονικά:
    • έπιεν άτακτα (Aσσίζ. 1795).
  • 2) Άπρεπα:
    • γελούσιν άτακτα (Nομοκ. 3877).

[<επίθ. άτακτος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτακτα [átakta] adv (& άταχτα)
  • ① in a confused manner, untidily, messily, helter-skelter (syn ατάκτως 1, ant τακτικά):
    • δουλεύει, τρώει ~ |
    • ρίχνω εδώ τους στοχασμούς μου όπως μου έρχονται, άταχτα, ασυνάρτητα (Palam) |
    • φώναζε φανατικά κι ανέμιζε ~ τα χέρια (Vlachogiannis) |
    • ο στίχος συνονθυλευότανε ~ με τον πεζό λόγο (Thrylos) |
    • τ' αστέρια [ήταν] σα διαμαντόπετρες ριγμένες ~ πάνω σε βαρύτιμο βελούδο (Tsirkas) |
    • poem τα μαλλιά της πέφτουν άταχτα, της σκεπάζουν ολόκληρο σχεδόν το πρόσωπο (ASchinas)
  • ⓐ in disorderly or disorganized fashion, pell-mell, without proper formation (syn ατάκτως 2, near-syn ασύντακτα):
    • υποχώρησε ~ |
    • από δεξιά κι αριστερά μπαίνουν ~ με θόρυβο οι καπεταναίοι (Melas) |
    • οι στρατιώτες μας γύριζαν ~ από το μέτωπο (Louros)
  • ② at irregular intervals, in an irregular manner, irregularly (ant τακτικά):
    • έρχεται ~ |
    • παρακολουθούσα και ιστορία .. και μερικά άλλα φιλολογικά από διαφόρους, μάλλον άταχτα (Xenop)
  • ⓑ irregularly, unevenly (syn άρρυθμα):
    • η καρδιά μου χτυπούσε άταχτα και δυνατά (Tsirkas)

[fr postmed, MG άτακτα (bes άταχτα) ← AG ἄτακτα, der of ἄτακτος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go