Παράλληλη αναζήτηση
| 101 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτα η [áta] Ο (άκλ.) : βρεφική λέξη για τη βόλτα: Έλα, κούκλα μου, να πάμε ~.
[λ. νηπιακή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτα [áta] indecl, baby talk
- walk, outing, bye-bye (syn βόλτα, περίπατος):
- πάμε ~
[perh fr στράτα]
- walk, outing, bye-bye (syn βόλτα, περίπατος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αταβάνωτος -η -ο [atavánotos] Ε5 : (για το εσωτερικό κτίσματος) που δεν έχει ταβάνι, οροφή: Έβαλαν τη στέγη στις αποθήκες αλλά τις άφησαν αταβάνωτες.
[α- 1 ταβανώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταβάνωτος, -η, -ο [atavánotos]
- lacking a fully constructed or finished ceiling, ceilingless:
- αταβάνωτο δωμάτιο, σπίτι |
- εκρέμονταν από την αταβάνωτη σκεπή πέντε δέκα πλέχτρες ξεροκύδωνα (Karkavitsas)
[cpd w. *ταβανωτός (: ταβανώνω)]
- lacking a fully constructed or finished ceiling, ceilingless:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταβικός, -ή, -ό [atavikós] (L)
- relating to an ancestral or primordial type or phase, atavistic (syn αταβιστικός, near-syn αρχέγονος 2b):
- αταβική επάνοδος biol throwback |
- οι κακόφωνες ψαλμωδίες .. γεννούν μια παράξενη, ίσως αταβική, γοητεία στις ανατολίτικες ψυχές μας (Karagatsis)
[fr kath (neol) αταβικός ← It atavico]
- relating to an ancestral or primordial type or phase, atavistic (syn αταβιστικός, near-syn αρχέγονος 2b):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αταβισμός ο [atavizmós] Ο17 : (βιολ.) φαινόμενο κατά το οποίο χαρακτηριστικές ιδιότητες ενός προγόνου εμφανίζονται σε απογόνους ύστερα από δύο ή περισσότερες γενιές.
[λόγ. < γαλλ. atavisme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταβισμός [atavizmós] ο, (L)
- recurrence (in an organism) of characteristics found in remote ancestors, atavism (syn προγονισμός):
- βιολογικός, κοινωνικός ~ |
- στα βάθη της ψυχής του Π.B. εξυπνούσε από αταβισμό το αίσθημα του αρχαίου πατέρα (Xenop) |
- έχει την άνεση και τη φυσικότητα, που δίνουν η ανατροφή κι ο ~ από γενεές αρχοντικών προγόνων (Ouranis) |
- τα χέρια του μαλάζανε, τρυπώνανε ανίδεα, οδηγημέν' απ' τον αταβισμό του φύλου (KPolitis) |
- έχει μέσα του τον αταβισμό του χωρικού (Evelpidis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αταβισμός ← It atavismo (cf Fr atavisme), this der of Lat atavus 'forefather']
- recurrence (in an organism) of characteristics found in remote ancestors, atavism (syn προγονισμός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταβιστικά [atavistiká] adv (L)
- in an atavistic manner, atavistically:
- ~
[der of αταβιστικός]
- in an atavistic manner, atavistically:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αταβιστικός -ή -ό [atavistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το φαινόμενο του αταβισμού: Aταβιστικά χαρακτηριστικά. Aταβιστική συμπεριφορά.
[λόγ. < αγγλ. atavistic (-ic = -ικός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αταβιστικός, -ή, -ό [atavistikós] (L)
- relating to an ancestral or primordial type or phase, atavistic (syn in αταβικός):
- αταβιστική κληρονομικότητα |
- αταβιστικό ένστικτο, κατάλοιπο |
- στάση, έκφραση, κίνηση, είχαν την αταβιστική χάρη αιώνων κοινωνικής αγωγής (Athanasiadis-N) |
- να διοχετευθεί η αταβιστική ανάγκη μάχης .. προς τους αθλητικούς στίβους (ChZalokostas) |
- έχω ακόμα μέσα μου την αταβιστική ανάγκη της προστασίας και της σιγουριάς (Louros)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αταβιστικός ← It atavistico]
- relating to an ancestral or primordial type or phase, atavistic (syn in αταβικός):



