Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσωτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άσωτα [ásota] adv
  • extravagantly, wastefully, lavishly, prodigally (near-syn ακόλαστα, σπάταλα):
    • ξεφάντωνε μεθυστικά και ~ |
    • ενώνει μέσα στον ανθό όλους τους χυμούς της ζωής και τους σκορπίζει ~ γύρω του (Theodorakop) |
    • απαράτησε τη γυναίκα του .. για να μπεκρουλιάζει και να ξοδιάζει ~ το βιος του (Bastias) |
    • poem .. μην πληρώνονται τ' αστέρια, | που φέγγουν ~

[fr postmed (Somavera) άσωτος, der of άσωτος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες