Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσχετα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άσχετα [ás] adv (L)
  • ① without connection, independently, unrelatedly (syn ανεξάρτητα 3, near-syn χώρια):
    • ~ |
    • το αίτημα τούτο ισχύει καθεαυτό, ~ με την αποδοχή του από τον άνθρωπο (Despotop) |
    • οφείλει την αμοιβή σ' εκείνον που την έκανε [την πράξη], έστω κι αν αυτός ενήργησε ~ με την προκήρυξη (Christidis AK) |
    • για τον ακροατή, που ξέρει την παραδοσιακή πανουργία του Oδυσσέα, οι στίχοι αυτοί δεν ακούγονται ουδέτερα και ~ (Maronitis)
  • ② no matter, irrespective, notwithstanding, regardless (syn ανεξάρτητα 2, άσχετο, ασχέτως):
    • ήταν .. αναγνωρισμένος από τους κάθε λογής γραμματισμένους της εποχής, ~ |
    • μέσα στον ίδιο άνθρωπο υπάρχουν, ~ με ποια δυναμικότητα, και ο επιστήμονας και ο φιλόσοφος (Tatakis) |
    • δεν δινόταν παρά σ' όποιον αγαπούσε· ~ αν αγάπησε πολλούς στη ζωή της (Karagatsis) |
    • αποδίδουν εντελώς ιδιαίτερη σημασία στον Oργανισμό των Hνωμένων Eθνών, ~ αν .. τα μουσκεύουν (Psathas)

[fr K ἄσχετα, der of ἄσχετος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες