Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσφαιρο [ásfero] το, (L)
- blank cartridge, blank:
- πυροβολεί με άσφαιρα |
- ομοβροντία· κι ήταν ακόμα ζωντανός· 'ίσως', είπε ο γέρος, 'να τράβηξαν άσφαιρα' (AVlachos)
[fr kath το άσφαιρον (sc φυσίγγιον), substantiv. n of άσφαιρος]
- blank cartridge, blank:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσφαιρος -η -ο [ásferos] Ε5 : που δεν έχει σφαίρα, βλήμα. ANT ένσφαιρος: Άσφαιρα φυσίγγια. || που γίνεται με άσφαιρα φυσίγγια: Άσφαιρη βολή. Στρατιωτικές ασκήσεις με άσφαιρα πυρά.
[λόγ. α- 1 σφαίρ(α) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσφαιρος, -η, -ο [ásferos] (L)
- ① not involving live ammunition, using blanks:
- ~ |
- άσφαιρη βολή, γόμωση |
- άσφαιρο φυσίγγιο (syn άσφαιρο) |
- πυροβόλησε με άσφαιρα πυρά κοντά στη βασίλισσα |
- αρχίζουν να οδεύουν προς αυτούς ρίχνοντας κάθε τόσο άσφαιρες τουφεκιές (Ouranis) |
- μονομαχούν με άσφαιρα πιστόλια (Papanoutsos) |
- πρόσταξε να ρίξουν μια άσφαιρη κανονιά από το Πετροπαβλόφσκ (Panagiotop)
- ② fig lacking punch, ineffective, harmless, innocuous:
- ~ |
- άσφαιρο θεατρικό ντοκουμέντο |
- βάλλει με άσφαιρα πυρά εναντίον της επισπεύσεως της συμφωνίας
[fr kath (neol: Koumanoudis) άσφαιρος, cpd w. σφαίρα]
- ① not involving live ammunition, using blanks:



