Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσυλα, επίρρ.
-
- Mε βεβαιότητα, σίγουρα:
- (Bίος αγ. Nικ. 183).
[<αρχ. επίθ. άσυλος. Πβ. παλαιότ. επίρρ. ασύλως (LBG). H λ. και σήμ. κρητ. (Πάγκ. B´ 183)]
- Mε βεβαιότητα, σίγουρα:



