Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άστριος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άστριος [ástrios] ο, pl collect. άστριοι οι, (L) miner
  • feldspar

[fr kath άστριος ← LK ἄστριος (sc λίθος); cf Plin. Nat. 37.132 astrion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες