Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άστραμμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άστραμμα [ástrama] το,
  • ① flashing, flash, sparkle (syn αστραπή 2, αστραποβόλημα 2, αστραψιά 2):
    • το ~της ματιάς της και το παλιό παράξενο γέλιο της με ταράξανε (KChatzop) |
    • poem στο πέρασμα, στο ~| θείας οπτασίας κλ (Papantoniou) |
    • κι απ' τ' άστρα κι από τ' ~ ο νους μου ο φωτεινός | έβλεπε πέρα απ' της ζωής τη μοίρα ή του θανάτου (Sikel)
  • ② (flash of) lightning, fulguration (syn αστραπή 1):
    • κάνει πολλά αστράμματα και θα βρέξει

[der of αστράφτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες