Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άστεγος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άστεγος, επίθ.
  • Που δεν έχει κατοικία:
    • Tους πτωχούς και αστέγους μακαρίζει (Θεολ., Tζίρ. 3566).

[μτγν. επίθ. άστεγος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άστεγος -η -ο [ásteγos] Ε5 : 1.για κπ. που δεν έχει στέγη, κατοικία, που ζει σε πρόχειρα καταλύματα: Πολλές οικογένειες έμειναν άστεγες εξαιτίας των σεισμών. || που δεν έχει ιδιόκτητη κατοικία: Θα δοθούν δάνεια σε άστεγους εργατοϋπαλλήλους. || (ως ουσ.) ο άστεγος: Mε τα καινούρια κυβερνητικά προγράμματα θα δοθεί στέγη σε εκατοντάδες αστέγους. 2. (μτφ.) για κπ. που δεν είναι οργανωμένος οπαδός ή στέλεχος κάποιου κόμματος ή που δεν υιοθετεί κάποια πολιτική ιδεολογία: Mετά την αποχώρησή του από το κόμμα έμεινε ~. Πολίτες ιδεολογικά / πολιτικά / κομματικά άστεγοι.

[λόγ. < ελνστ. ἄστεγος (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άστεγος1 [ásteγos] ο,
  • roofless or homeless person:
    • άσυλο αστέγων common lodging-house υπάρχει πιθανότητα ενσκήψεως ασθενειών στους άστεγους |
    • κοιμούμαι σε ζεστό κρεβάτι και δε συλλογιέμαι τους άστεγους (Kazantz) |
    • κατόρθωσε να στεγάσει χιλιάδες άστεγους με τα ξυλόσπιτα (Athanasiadis-N) |
    • το πλήθος των αέργων και των αστέγων εύρισκε την πόρτα τους ανοιχτή (Papantoniou)

[substantiv. m of άστεγος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άστεγος2, -η, -ο [ásteγos]
  • ① lacking shelter, roofless, homeless (syn αστέγαστος 2):
    • καταστήσανε άστεγο .. το ένα δέκατο του ελληνικού πληθυσμού (Ouranis) |
    • ύποπτα πρόσωπα και άστεγα ζευγάρια μετέβαλλαν το δάσος .. σε τόπο ακολασίας (Panagiotop) |
    • πλημμύρες τεσσάρων ποταμών .. άφησαν άστεγους χιλιάδες ατόμων (Melas) |
    • poem τον αλήτη τον άστεγο σκέπτομαι | απ' την πόλη μακριά πλανεμένο (Skipis)
  • ② fig not collected (in one volume), scattered, stray:
    • τα Θαλασσινά Eιδύλλια του Παπαδιαμάντη είναι ακόμα σκόρπια και ατύπωτα σε βιβλίο και νομαδικά και άστεγα (Palam, adapted)
  • ⓐ lacking a unifying organization or system, unorganized, unsystematic:
    • οι οπαδοί του κόμματος αυτού είναι πλέον πολιτικώς άστεγοι |
    • ο σύγχρονος άνθρωπος είναι μεταφυσικώς ( (Theodorakop) |
    • είναι η εποχή αρχιτεκτονικά άστεγη, γιατί κατάντησε άμυθη (id.)

[fr MG άστεγος ← K (LXX+), cpd w. στέγη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες