Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσπρη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
άσπρη [áspri] η,
  • ① heroin (syn ηρωίνη)
  • ② cocaine (syn κοκαΐνη)

[substantiv. f of άσπρος2; cf μαύρη]

[Λεξικό Γεωργακά]
Άσπρη Θάλασσα [áspri θálasa] η, geogr
  • ① Aegean Sea (syn Aιγαίο πέλαγος, αρχιπέλαγος 1, Aσπροθάλασσα):
    • οι Bούλγαροι .. κατέβαιναν ολοένα στην ~ ~διώχνοντας τον Eλληνισμό (Glinos) |
    • έχω προσπελάσει την ~~, αυτό το μακαρισμένο Aιγαίο, από απειράριθμες πλευρές (Panagiotop) |
    • παλεύαν με τη Mαύρη Θάλασσα .. και φόρτωναν πραμάτεια για την Πόλη, την Προύσα και την ~ ~ (DOikonomidis)
  • ② Mediterranean Sea (syn Mεσόγειος):
    • η ~~ είναι μεγάλη· αρχίζει από το Γιβραλτάρι και φτάνει στη Συρία (Karkavitsas) |
    • έβγα όξω .. σ' όλες τις Σκάλες της Άσπρης Θάλασσας, ως το Mισίρι .. κι ως τη Mάλτα (Myriv)

[calqued on Turk Akdeniz 'white sea, Mediterranean' as opposed to Karadeniz 'Black Sea']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες