Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσπρα
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άσπρα s. άσπρο.
[Λεξικό Γεωργακά]
ασπράγκαθο [aspráŋgaθo] το, bot
  • any of several thistles w. light colored flowers of the species Scolymus maculatus, Scolymus hispanicus (syn σκόλυμπρος) or Picnomon acarna:
    • πέτρες άσπρες λάμπουν μέσα στο κοκκινόχωμα σαν ανθισμένα ασπράγκαθα (Kazantz)

[cpd of άσπρος & αγκάθι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπράδα η [aspráδa] Ο26 : η ιδιότητα του λευκού· λευκότητα: H ~ του χιονιού.

[μσν. ασπράδα < άσπρ(ος) -άδα]

[Λεξικό Κριαρά]
ασπράδα η.
  • Tο άσπρο χρώμα, λευκότητα:
    • (Kυπρ. ερωτ. 482
    • έκφρ. της μέρας η ασπράδα = χαραυγή:
      • (Pιμ. κόρ. 605).

[<επίθ. άσπρος + κατάλ. άδα. H λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπράδα [asprá∂α] η,
  • white color, whiteness (syn ασπριά 1, ασπρίλα, το άσπρο, λευκάδα, L λευκότητα):
    • η ~της ζάχαρης, του μαρμάρου, του μπαμπακιού, του φεγγαριού, του χιονιού |
    • εξωτική, φωτερή, χλωμή ~ |
    • δεξιά μας .. στήνουν χορό οι φυτεμένοι λόφοι με τις ασπράδες τους, χωριά, πύργους κλ (Papantoniou) |
    • οι ρόδες χάραζαν μαύρα αυλάκια στην ~(Myriv) |
    • το πρόσωπό της λέκιαζε τη θαμπωτική ~ του προσκέφαλου (Terzakis) |
    • θα δώσει στο δέρμα του την αριστοκρατική εκείνη ~, που 'ναι χαρακτηριστικό της μεγαλοαστικής τάξης (LTheodorakop) |
    • folks. ποιος κρίνος ωραιότατος σου 'δωσε την ~ | και ποια μηλιά γλυκομηλιά την ροδοκοκκινάδα; (Passow) |
    • poem τα μάτια μου τ' αγκύλωνε μια ~| ίσως τ' αλάτι, ίσως το φάσμα της (Seferis)

[fr postmed (Somavera), MG ασπράδα, der of άσπρος w. suff -άδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπραδάκι [aspra∂áci] το,
  • small white patch or spot (syn phr μικρή λευκή κηλίδα, μικρό λευκό στίγμα)

[dimin of ασπράδι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπράδι το [aspráδi] Ο44 : 1.το λεύκωμα του αυγού, το άσπρο υδαρές περίβλημα μέσα στο οποίο υπάρχει ο κρόκος. 2. (οικ.) ο άσπρος αδιαφανής χιτώνας του βολβού του ματιού. ΦΡ κοιτάζω κπ. με το ~ του ματιού μου, λοξά, καχύποπτα ή υποτιμητικά. 3. άσπρο σημάδι, στίγμα. ασπραδάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 3.

[μσν. ασπράδι < άσπρ(ος) -άδι]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπράδι [asprá∂i] το,
  • ① white patch, spot or part, white:
    • ~του αβγού egg white, albumen (syn λεύκωμα) |
    • μου αρέσει τ' ~ |
    • ~ του ματιού the white of the eye (syn άσπρο 1b) |
    • phr τον κοιτάζω με τ' ασπράδια των ματιών I look at him w. suspicion or dislike |
    • το χλώριο άφησε ασπράδια στο ύφασμα |
    • το δέρμα της γέμισε ασπράδια
  • ② med glaucoma (syn γλαύκωμα, πανάδα)
  • ③ white cosmetic powder (made of lead carbonate) (near-syn πούδρα)

[fr postmed, MG ασπράδι ← ασπράδιν (Ms of Athos 1613) and dial (Livisi, Chios etc)]

[Λεξικό Κριαρά]
ασπράδιον το· ασπράδιν· ασπράδι.
  • 1) Kαλλωπιστική αλοιφή, φτιασίδι:
    • (Συναξ. γυν. 892).
  • 2) Tο άσπρο μέρος του αβγού:
    • εις την μέσην του ασπραδίου έναι ο κρόκος (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 70r).
  • 3) Aσθένεια του ματιού:
    • (Iατροσόφ. 8212).

[<ουσ. άσπρος + κατάλ. άδιον. O τ. ιν και σήμ. ιδιωμ. O τ. ι στο Βλάχ. και σήμ. H λ. στο LBG]

[Λεξικό Κριαρά]
ασπραλογάτος, επίθ.
  • Που έχει άσπρο άλογο:
    • καβαλάρην ασπραλογάτον (Xρον. Mορ. H 4789).

[<επίθ. άσπρος + ουσ. αλογάτος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες