Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσπαστος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άσπαστος -η -ο [áspastos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν σπάσει, που δεν είναι σπασμένο: Δεν έχει αφήσει ποτήρι άσπαστο.

[α- 1 σπασ- (σπάζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσπαστος, -η, -ο [áspastos] (& region. άσπαγος)
  • ① unbroken, uncracked (syn άθραυστος 1, ατσάκιστος, near-syn αρραγής 1):
    • άσπαστο ποτήρι |
    • άσπαστη πέτρα |
    • κλαδιά άσπαστα |
    • άσπαστα αμύγδαλα, καρύδια |
    • poem μ' ένα αγκαθόβραχο που θα 'ριχνε, τόσο που πάει, δικό μας | κεφάλι δε θ' απόμενε άσπαστο κλ (Homer Od 9.499 Kaz-Kakr)
  • ⓐ unbreakable, strong, firm (syn L αδιάσπαστος, άρρηκτος):
    • άσπαστο υφάδι |
    • νοιώθω πως δεσμοί αόρατοι κι άσπαστοι με δένουν μ' ολάκερο τούτο το πλήθος (Panagiotop) |
    • έχει αποδείξει την άσπαστη συνοχή της στις κρίσιμες ώρες (Theotokas) |
    • μας σέρνουν με τις ατέλειωτες και τις άσπαστες αλυσίδες της αιτιότητας (Tsatsos)
  • ② undeflected, uninterrupted, unbroken:
    • μια πλατιά λουρίδα μ' ελάχιστες ελαφρές πτυχές .. τραβάει απάνω της άσπαστο το φως και το μάτι (Karouzos)
  • ③ unviolated, undeflowered, intact, virginal (syn L αδιακόρευτη):
    • άσπαστη κοπέλα, παρθενιά
  • ④ theat changeless, expressionless:
    • ηθοποιός με άσπαστο πρόσωπο dead pan

[cpd w. σπαστός; cf K (pap) το ἄσπαστον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπαστός, -ή, -ό [aspastós] (L)
  • adoptable, acceptable (near-syn L αποδεκτός, ant L απορριπτέος):
    • η γνώμη του είναι ασπαστή |
    • ο πόλεμος δεν έχει δικαίωση ηθική .. εκτός όσο αποτελεί κατάσταση ανάγκης, δηλαδή κάτι ασπαστό κατ' αρχήν (Despotop)

[fr kath ασπαστός ← MG (4th c.) ← AG (Homer +)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες