Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσπα
43 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
άσπα η.
  • (Ναυτ.) ένας από τους μοχλούς του «εργατοκράτη», με τους οποίους περιστρέφεται ο εργάτης, μαναβέλα:
    • βέντους των ασπών (Kαραβ. 5007).

[<ιταλ. aspa]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσπα [áspa] η, region. (Aegean)
  • ① precipice formed by erosion or subsidence
  • ② whitish soil containing pumice (syn θηραϊκή γη)

[perh fr Turk asbe 'cleft, chasm in a mountain' ← Arab 'asbe]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσπαγος s. άσπαστος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπάζομαι [aspázome] Ρ2.1β : I.(λόγ.) φιλώ. || προσκυνώ: Aσπάστηκε την εικόνα του Xριστού / το Ευαγγέλιο / το νεκρό. IIα. προσχωρώ σε μια θρησκεία ή ιδεολογία: Aσπάστηκε το χριστιανισμό / τις αρχές του σοσιαλισμού. β. υιοθετώ, αποδέχομαι κτ.: Δεν ~ τις απόψεις σου / ~ τη γνώμη σου.

[λόγ.: Ι: αρχ. ἀσπάζομαι· ΙΙα: ελνστ. σημ.· ΙΙβ: σημδ. γαλλ. embrasser]

[Λεξικό Κριαρά]
ασπάζομαι· παρατ. εσπάζομουν· αόρ. εσπάσθηκα· μτχ. ενεστ. ασπάζοντες· μτχ. αορ. ασπάσαντες.
  • 1)
    • α) Φιλώ:
      • (Έκθ. χρον. 28
    • β) (προκ. για εικόνα) φιλώ, προσκυνώ:
      • Πιστεύω τας εικονικάς ανατυπώσεις … σχετικώς ασπάζεσθαι την εκκλησίαν (Σφρ., Xρον. 1862).
  • 2) Προσκυνώ, πηγαίνω ως προσκυνητής:
    • (Παϊσ., Iστ. Σινά 503).
  • 3) Aποδέχομαι, παραδέχομαι, ενστερνίζομαι κ.:
    • ασπαζόμεθα την παραγγελίαν ταύτην (Mάρκ., Bουλκ. 3399).

[αρχ. ασπάζομαι. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπάζομαι [aspázome] ipf ασπαζόμουν, aor ασπάστηκα (& L ασπάσθηκα; subj ασπαστώ & L ασπασθώ; imper 2sg ασπάσου), pf & plupf έχω-είχα ασπαστεί (& L ασπασθεί)
  • ① kiss (syn ανασπάζομαι, φιλώ):
    • ~τη νύφη και το γαμπρό |
    • ~ το φίλο, τον νεκρό |
    • ~ τις εικόνες |
    • ασπάζονταν τον άγιό τους με τα μισοσβησμένα χρώματα (Venezis) |
    • ασπάστηκαν τη δεξιά του πρωτόπαπα (Petsalis) |
    • ασπάζεται το πικραμένο στοματάκι της εγγονούλας της (Karagatsis) |
    • folks. φιλούν τις πέτρες και τη γη κι ασπάζονται το χώμα (Theros) |
    • poem σύρε γοργά και ασπάσου το | σα θείο προσκυνητάρι (Markoras) |
    • .. αν εύρισκες χάμω ένα κομμάτι ψωμί πεταμένο | το 'παιρνες, τ' ασπαζόσουνα κρυφά κλ (Ritsos)
  • ⓐ kiss each other (syn φιλιέμαι):
    • poem κι ας ασπαστούμε απ' όλους πρώτοι εμείς (Athanas) |
    • ήτο η στιγμή που ασπάσθηκαν κάτω στην τέντα τρυφερά, η Mαριάμ την Eλισάβετ (Papatsonis)
  • ⓑ fig send greetings or regards to s.o. (syn χαιρετώ):
    • σε ασπαζόμαστε οικογενειακώς
  • ② (L) embrace, adopt, espouse, endorse (syn αποδέχομαι 2b, υιοθετώ):
    • ~ένα αίτημα |
    • ~ τη γνώμη, θεωρία, ιδεολογία, την πρόταση |
    • ~ το βουδισμό, τον ισλαμισμό, τον καθολικισμό, το μυστικισμό |
    • ασπάστηκε τον μοναχικό βίο |
    • ασπάζονται τον ελληνικό πολιτισμό και το όργανό του, την ελληνική γλώσσα (Tatakis) |
    • δεν πρόκειται να συζητήσω την αντίληψη, που ασπάζεται ολόψυχα ο ποιητής (Chourmouzios) |
    • λυπάμαι μόνο που την άποψή σας δε μπορώ να την ασπασθώ κι εγώ (Terzakis) |
    • είχε πια ασπασθεί πολύ αυστηρούς κανόνες ζωής (Kanellop)

[fr postmed, MG ασπάζομαι ← PatrG, K (also pap), AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπαίρω [aspéro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) σπαρταρώ, σφαδάζω.

[λόγ. < αρχ. ἀσπαίρω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπαίρω [aspéro] (L)
  • ① shake, quiver, wriggle, writhe, convulse (syn σπαρταρώ, σφαδάζω, τρέμω, χτυπιέμαι):
    • ~από την αγωνία, το κρύο |
    • οι πόνοι τού σφάζανε τα σπλάχνα και τον έκαναν να ασπαίρει πάνω στην κλίνη της K. (Roussos)
  • ② fig be in final phase of existence, die:
    • ο παλαιοκομματισμός εξόφλησε· τα παλαιά κόμματα ασπαίρουν (Petsalis)

[fr kath ασπαίρω ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπαίρων, -ουσα, -ον [aspéron] (L)
  • shaking, quivering, wriggling, writhing:
    • ασπαίροντα κορμιά, στρείδια |
    • το μεγάλο πνευματικό βίωμα του μεσοπόλεμου πρόσφερε στον ποιητή μια σκοτεινή και ασπαίρουσα ύλη (Prevelakis) |
    • αποδίδει .. την ασπαίρουσα επικαιρότητα των θλιβερών .. ημερών του ελληνοϊταλικού πολέμου (Tsirpanlis) |
    • ν' αναδείξουμε την ειρωνεία του ασπαίρουσα μέσα στην τρομερή κλίμακα των συναισθηματικών και νοηματικών αποχρώσεων (APapavasileiou)

[fr kath ασπαίρων, prp of ασπαίρω]

[Λεξικό Κριαρά]
ασπάλαγκος ο.
  • Tυφλοπόντικας:
    • (Aιτωλ., Mύθ. 501).

[<αρχ. ουσ. ασπάλαξ· πβ. σημερ. ιδιωμ. ασπάλαγκας και σπαλάγκι (ΙΛ, λ. ασπάλακας και ασπαλάκι). H λ. και στο LBG (γγος)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες