Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσκοπο
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Γεωργακά]
άσκοπο [áskopo] το, (L)
  • ① sth aimless or needless:
    • η επιστήμη ανέτως τον οδηγεί μέσα εις τα τρελά, τα άσκοπα, τα ανεξιχνίαστα και τα τυχαία της φύσεως (Papantoniou)
  • ② futility, uselessness, aimlessness, pointlessness (syn ασκοπότητα):
    • βλέπει το ~της προσπάθειας |
    • ένοιωθε την αδυναμία του να συλλάβει το νόημα της ζωής .. μπρος στο ~ κι ακατανόητο της διάβασης από τον κόσμο (Papasiopis) |
    • η συνειδητοποίηση για το ~ της ανθρώπινης μοίρας προκαλεί αφόρητο άγχος (Dizikirikis)

[fr kath το άσκοπον, substantiv. n of άσκοπος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άσκοπος -η -ο [áskopos] Ε5 : 1.που γίνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, που δεν έχει κάποια σκοπιμότητα: Tα πολλά λόγια είναι άσκοπα. Mην κάνεις άσκοπες κινήσεις / δαπάνες. Είναι άσκοπο να προσπαθείς να με πείσεις. 2. που δε φέρνει αποτέλεσμα, που είναι μάταιος: Δυστυχώς όλες οι προσπάθειές μας ήταν τελικά άσκοπες. άσκοπα & (λόγ.) ασκόπως ΕΠIΡΡ: Περιφέρεται ~ στους δρόμους. ~ πήγαν τόσοι κόποι.

[λόγ. < ελνστ. ἄσκοπος, αρχ. σημ.: `αστόχαστος΄· λόγ. < ελνστ. ἀσκόπως]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσκοπος, -η, -ο [áskopos]
  • aimless, purposeless, pointless (syn ασκόπευτος 2, άστοχος 3b, near-syn άχρηστος, ant σκόπιμος):
    • άσκοπη επανάληψη, καταστροφή, περιπλάνηση, προσπάθεια, σπατάλη |
    • άσκοπες κινήσεις, κουβέντες |
    • άσκοπο κουτσομπολιό, ταξίδι |
    • milit άσκοπο πυρ desultory fire |
    • το θεωρώ άσκοπο να συνεχίσω I see no point in continuing |
    • θεωρούν τον πόλεμο άσκοπη περιπέτεια (Chatzinis) |
    • πολλές αυτοθυσίες στην ιστορία .. μας φαίνονται ανόητες και άσκοπες (Lambridi) |
    • θεωρεί πως δεν είναι .. άσκοπο να στιχουργήσει τους αρχαίους μύθους σε δημοτική (Dimaras) |
    • επιβαρύνεται με περιττές δαπάνες με τη μορφή άσκοπης απασχολήσεως και καθυστερήσεως (PSolomos) |
    • poem σε σένα βρήκεν η άσκοπη ζωή μου το σκοπό της (Zotos)

[fr postmed (Somavera), MG άσκοπος ← K, cpd w. σκοπός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκοπότητα [askopόtita] η, (L)
  • lack of purpose, aimlessness, uselessness, futility (syn άσκοπο 2):
    • ο Pωμαίος .. είχε μεταβάλει την ιδέα του ωραίου σε ηδονή και σε ~(Papantoniou)

[fr kath (neol) ασκοπότης, der of άσκοπος]

[Λεξικό Κριαρά]
ασκοπουγγίτσι(ν) το· ασκομποκίτζι(ν).
  • Mικρό δερμάτινο σακούλι σε σχήμα ασκού:
    • (Διήγ. παιδ. 345 κριτ. υπ).

[<ουσ. ασκός + πουγγίτσι(ν)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκόπουλο [askόpulo] το,
  • small leather container, small goatskin (syn ασκάκι):
    • ~γεμάτο ελιές, νερό |
    • μου 'ρχεται να σε σηκώσω και να σε βροντήξω σαν ~ (Vlachogiannis)

[der of ασκός w. suff -πουλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες