Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσκοπα [áskopa] adv
- without purpose, aimlessly, pointlessly (syn ασκόπευτα 2, L ασκόπως, ant σκόπιμα):
- ενεργεί, πλανιέται, σπαταλά, τριγυρίζει, φλυαρεί ~ |
- ~ χαμένος χρόνος |
- έδινε την εντύπωση σάμπως να την έσερνε ~ τη ζωή του (Myrtiotissa) |
- φαίνεται ότι ο λόγος δημιουργεί ~ τους πολλούς και ανόμοιους λειτουργικούς τρόπους του (Papanoutsos) |
- τα φανάρια ξαγρυπνούσαν ~ στις γωνιές (Terzakis) |
- το νερό έτρεχε ~, σ' όποια πορεία και στράτα το πήγαινε ο καιρός (Zitsaia)
[fr postmed (Somavera) άσκοπα ← K, der of ἄσκοπος]
- without purpose, aimlessly, pointlessly (syn ασκόπευτα 2, L ασκόπως, ant σκόπιμα):



