Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσκησις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
άσκησις ‑ση η.
  • (Θρησκ.) ασκητική ζωή, ασκητισμός:
    • Περί ασκήσεως καλογήρων (Bακτ. αρχιερ. 137· Kορων., Mπούας 69).

[αρχ. ουσ. άσκησις. H λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες