Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσεβος1 [ásevos] ο,
- impious person (syn ασεβής1):
- poem στάχτη να γίνουν οι άσεβοι, που δεν τα προσκυνάνε | τ' άγια σου τα κονίσματα κλ (Palam)
[substantiv. m of άσεβος2]
- impious person (syn ασεβής1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσεβος2, -η, -ο [ásevos]
- ① impious, godless (syn in ασεβής2 1):
- απόδειξε στον κόσμο, που τον είχε για άσεβο, την ευλάβεια που 'κρυβε η καρδιά του (Prevelakis)
- ② disrespectful, irreverent (syn in ασεβής2 2):
- βγάζει στην κοινωνία νέους άσεβους, ξετσίπωτους, στρεψόδικους κλ (Kakridis) |
- poem .. άσεβοι προς την αφεντιά, και σε δικούς και ξένους | σκληροί κλ (Palam)
[der of ασεβής w. regressive accent for privat sense; cf άσελγος ← ασελγής etc]
- ① impious, godless (syn in ασεβής2 1):



