Παράλληλη αναζήτηση
| 61 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσα η.
-
- Ρητινώδης μαστίχη από το φυτό σίλφιον (άσα φαίτιδα) με φαρμακευτική χρήση (βλ. και λάσαρον):
- (Ορνεοσ. αγρ. 53716).
[<μεσν. λατ. asa - ιταλ. assa]
- Ρητινώδης μαστίχη από το φυτό σίλφιον (άσα φαίτιδα) με φαρμακευτική χρήση (βλ. και λάσαρον):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασαβάνωτος -η -ο [asavánotos] Ε5 : που δεν τον σαβάνωσαν, που δεν είναι σαβανωμένος: Tον έθαψαν ασαβάνωτο.
[α- 1 σαβανώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασαβάνωτος, -η, -ο [asavánotos]
- not wrapped in a funerary shroud (ant σαβανωμένος):
- τον έθαψαν ασαβάνωτο |
- poem να μη βρεθεί στον κόσμο Aργίτισσα μαζί μου να τα βάλει, | τάχα πως κείτεται ~κι ας είχε τόσα πλούτη (Homer Od 2.102 Kaz-Kakr)
[cpd w. *σαβανωτός (: σαβανώνω)]
- not wrapped in a funerary shroud (ant σαβανωμένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασαβούρωτος -η -ο [asavúrotos] Ε5 : για καράβι που δεν έχει σαβούρα.
[α- 1 σαβουρώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασαβούρωτος, -η, -ο [asavúrotos]
- ① having no ballast, unballasted (syn ανερμάτιστος 1, ant σαβουρωμένος):
- ασαβούρωτη βάρκα |
- ασαβούρωτο καΐκι |
- φαντάζονται το στίχο του ποιητή σαν τρισελεύθερο κάτι και ασαβούρωτο (Palam)
- ⓐ being without money, penniless (syn απένταρος, ant σαβουρωμένος)
- ② fig unsteady, unstable, fickle (syn ανερμάτιστος 2, άστατος):
- πιο πολύ την εμπιστεύομαι .. την αισθητική του ποιητή από την ψυχολογία του κόσμου την πεισματάρα και την ασαβούρωτη (Palam)
[fr postmed (Meursius) ασαβούρωτος, cpd w. *σαβουρωτός (: σαβουρώνω)]
- ① having no ballast, unballasted (syn ανερμάτιστος 1, ant σαβουρωμένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασαγήνευτος -η -ο [asajíneftos] Ε5 : που δεν έχει σαγηνευτεί, δεν έχει γοητευτεί από κπ. ή από κτ.
[λόγ. α- 1 σαγηνεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασαγήνευτος, -η, -ο [asayíneftos] (L)
- unseduced, unswayed, unmoved (syn αδελέαστος 1, ασυγκίνητος):
- έμεινε ~από την ομορφιά της
[fr kath ασαγήνευτος ← PatrG, cpd w. *σαγηνευτός (: σαγηνεύω)]
- unseduced, unswayed, unmoved (syn αδελέαστος 1, ασυγκίνητος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασαΐτευτος, -η, -ο [asaíteftos]
- not shot at w. an arrow (syn ατόξευτος)
[cpd w. *σαϊτευτός (: σαϊτεύω)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασακάτευτος -η -ο [asakáteftos] Ε5 : που δε σακατεύτηκε.
[α- 1 σακατεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασακάτευτος, -η, -ο [asakáteftos]
- not crippled (ant σακατεμένος):
- αυτό είναι το μόνο καλό που αφήνει ο πόλεμος σε κείνους που του ξέφυγαν ζωντανοί και ασακάτευτοι (Myriv)
[cpd w. *σακατευτός (: σακατεύω)]
- not crippled (ant σακατεμένος):



