Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρτιο
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άρτιο [ártio] το, (L)
  • ① perfection, fullness, completeness (syn αρτιότητα 2, near-syn το τέλειο, τελειότητα):
    • μετατόπισαν πολλές φορές τα ορόσημα του άρτιου, για να τα ξεπεράσουν και να τα πάνε πάντα πιο πέρα (Charis)
  • ② phr στο ~econ. at par, at face value:
    • εξόφληση των χρεών στο ~ |
    • εξαργύρωση στο ~ |
    • κάθε ομολογία που κληρώνεται στο ~ κερδίζει ένα γενικό λαχνό .. 10% επί της ονομαστικής αξίας της ομολογίας

[fr kath άρτιον, substantiv. n of άρτιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρτιο- [artio] : (κυρ. επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα ή ουσιαστικοποιημένα επίθετα με αναφορά στη σημασία άρτιος, ζυγός αριθμός: ~γώνιος· ~πέριττος, για ζυγό αριθμό που όταν διαιρεθεί διά δύο μας δίνει περιττό αριθμό. || (ζωολ.) ~δάκτυλα, τάξη θηλαστικών με ζυγό αριθμό δακτύλων σε κάθε άκρο.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτιο- θ. του αρχ. επιθ. ἄρτιο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀρτιο-γώνιος `με ζυγό αριθμό γωνιών΄ & διεθ. artio- < ελνστ. ἀρτιο-: αρτιο-δάκτυλα < αγγλ. artiodactyles]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρτιοδάκτυλα τα [artioδáktila] Ο42 : (ζωολ.) στην ταξινόμηση των ζώων, τάξη θηλαστικών που φέρουν χηλή και χαρακτηρίζονται από άρτιο αριθμό δακτύλων σε κάθε άκρο: Tο ελάφι ανήκει στην τάξη των αρτιοδακτύλων.

[λόγ. < αγγλ. artiodactyles < artio- = αρτιο- + -dactyles < αρχ. δάκτυλ(ος) -α, ουδ. πληθ. του -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτιοδάκτυλα [artio∂áktila] τα, (L) zoo
  • even-toed ungulates, artiodactyla

[fr kath (neol) αρτιοδάκτυλα ← ISV artiodactyla, cpd of άρτιος & δάκτυλος; cf kath (Koumanoudis) αρτιδάκτυλα]

[Λεξικό Κριαρά]
Άρτιος ο.
  • O κάτοικος της Άρτας:
    • (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. Παράρτ. 3625).

[<τοπων. Άρτα + κατάλ. ιος]

[Λεξικό Κριαρά]
άρτιος, επίθ.
  • Ολοκληρωμένος, τέλειος:
    • άρτιος … ο του Θεού άνθρωπος (Μάξιμ. Καλλιουπ., Πρόλ. (Legr.) 365).

[αρχ. επίθ. άρτιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρτιος -α -ο [ártios] Ε6 : 1.που δεν του λείπει κανένα από τα στοιχεία του· πλήρης. ANT ελλιπής: Άρτια συγκρότηση / μόρφωση / μελέτη. Δέχτηκαν συγχαρητήρια για την άρτια οργάνωση της εκδήλωσης. || Άρτιο οικόπεδο. || (ως ουσ.) το άρτιο, η αρτιότητα, η πληρότητα: Tο άρτιο της προετοιμασίας οδήγησε στην επιτυχία της διοργάνωσης. (έκφρ.) στο άρτιο, πλήρως, στο ακέραιο: Εξόφληση χρέους στο άρτιο. 2. (μαθημ.) ~ αριθμός, που διαιρείται ακριβώς διά του δύο· ζυγός. ANT περιττός: Οι αριθμοί 2, 4, 6, 8 είναι άρτιοι. 3. (ως ουσ., οικον.) το άρτιο: α. η ονομαστική αξία κινητών αγαθών και ιδίως χρηματιστηριακών τίτλων: Πώληση μετοχών υπέρ / υπό το άρτιο. Διάθεση νομισμάτων / τίτλων στο άρτιο, στην αξία που είχαν, όταν εκδόθηκαν. β. η περιεκτικότητα ή η κάλυψη ενός νομίσματος σε πολύτιμο μέταλλο: Aμφισβητείται το άρτιο του νομίσματος μετά την υποτίμησή του. άρτια ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἄρτιος· 3: σημδ. γαλλ. pair]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρτιος, -α (& -ία), -ο, [ártios] (L)
  • ① proper, perfect, complete, whole (near-syn σωστός, τέλειος):
    • ~άνθρωπος, λόγος, οπλισμός, ορισμός, πολιτισμός |
    • άρτια αφήγηση, έκδοση, λειτουργία, οργάνωση, παράσταση, τεχνική |
    • άρτια απόλαυση, γνώση, ιδεολογία, σύλληψη |
    • αρτία άρθρωση, υπηρεσία |
    • άρτιο, μουσείο, μυθιστόρημα, παίξιμο, σύνολο, σύστημα |
    • ~ εφοδιασμός των ενόπλων δυνάμεων |
    • άρτια εκτέλεση της εργασίας |
    • άρτια δημοτική γλώσσα |
    • άρτια στατιστική υπηρεσία |
    • άρτιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα |
    • θα καταρτίσει το γεύμα της άρτιο και σε θρεπτικές ουσίες και σε θερμίδες (Saratsis) |
    • ζούσαν με την περηφάνεια της άρτιας δουλειάς των χεριών τους (Theotokas) |
    • ανάγκασε τους Iσπανούς, βλέποντας την αρτιότατη έκφρασή τους, να προσαρμοστούν με την ουσία της ράτσας τους (Kazantz) |
    • επεξεργάστηκε το πρότυπό του .. για να το καταστήσει σκηνικά αρτιότερο (Dimaras) |
    • poem .. επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του | την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά (Kavafis)
  • ② math even (syn ζυγός, ant μονός, L περιττός):
    • άρτιοι είναι οι αριθμοί που διαιρούνται με τον δύο (Papanoutsos)

[fr kath άρτιος ← PatrG, K, AG ἄρτιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρτιότητα η [artiótita] Ο28 : η ιδιότητα του άρτιου, η πληρότητα: H ~ της οργάνωσης / του έργου / της μελέτης. H εργασία του διακρίνεται για την αρτιότητά της. Επιστημονική / καλλιτεχνική / τεχνική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτιότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτιότητα [artiόtita] η, (L)
  • ① wholeness, completeness, entireness, integrity (syn ακεραιότητα 1, πληρότητα):
    • ό,τι βγάζω το διαθέτω για πράγματα, που καλύπτουν την ανάγκη μου για αισθητική ~ |
    • απαιτείται ~ και συμμετρία του πνεύματος, για να φιλοσοφήσει κανείς αληθινά (Theodorakop) |
    • χάνεις .. την αρτιότητά σου και γίνεσαι ένα λειψό και ισχνό κλάσμα ανθρώπου (Papanoutsos)
  • ② excellence, perfection (syn άρτιο 1, near-syn τελειότητα):
    • εκφραστική, λογοτεχνική, πλαστική, τεχνική ~ |
    • ~ της ζωής, του λόγου, της μορφής, της παράστασης |
    • το χρόνο δεν μπορεί να τον νικήσει παρά μόνον η ~ του ύφους (Michelis) |
    • δεν θυσιάζει τίποτε από την ~ του σχεδίου του (Karouzos) |
    • συνεργάζονταν πολλοί καλλιτέχνες σε ένα κομψοτέχνημα, ώστε ούτε μια λεπτομέρεια να μην ξεφύγει από την ~ (Thrylos) |
    • η σημασία του μυθιστορήματος .. βρίσκεται .. στην απλότητα και την ~της σύνθεσης (Sachinis)

[fr kath αρτιότης ← K, AG ἀρτιότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες