Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρτε
23 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
άρτε, επίρρ.,
βλ. άρτι.
[Λεξικό Κριαρά]
αρτελαρία, αρτελερία, αρτελλαρία η,
βλ. αρτιλαρία.
[Λεξικό Γεωργακά]
Άρτεμη [ártemi] η, gen Άρτεμης
  • ① AG relig name of the goddess of hunting, Artemis, Diana (syn Aρτέμιδα 1a):
    • ναός της Άρτεμης |
    • το αγαλμάτιο παριστάνει τη θρακική ~ (Bakalakis) |
    • μακάρι .. να είχε σκοτώσει τότε η ~ τη Bρισηίδα με τα βέλη της (Maronitis)
  • ⓐ arche. sculptured or painted image of the goddess Artemis (syn Aρτέμιδα 1b):
    • ακέφαλο αγαλματάκι γυναικείο από τη Θήβα· ίσως ~(Karouzos) |
    • σχέτισε .. το έργο με το αντίγραφο της Άρτεμης Colonna στο Bερολίνο (Bakalakis)
  • ② ModG f pers-n (syn Aρτέμιδα 2) [fr kath Άρτεμις] S. Aρτέμιδα.
[Λεξικό Γεωργακά]
Αρτέμης [artémis] ο, ModG m pers-n (syn Aρτέμιος)
:
  • απάνω σ' αυτό το αγόρι, τον Aρτέμη, απίθωσαν οι μεσόκοποι γονιοί κάτι πρωτοφάνερα γι' αυτούς αισθήματα (GPhPieridis)

[der of Aρτέμιος, q.v.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτέμης [artémis] ο, orn
  • oceanic bird of the genus Puffinus or Procellaria, esp Cory's shearwater, Procellaria diomedea:
    • οι αρτέμηδες δεν κάνουνε συντροφιά με τα γλαρόνια κι ούτε με τους γλάρους (Segditsas)

[etymology unknown]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρτέμιδα [artémi∂a] η, (& Άρτεμις) gen Aρτέμιδας & Aρτέμιδος, (L)
  • ① AG relig name of the goddess of hunting, Artemis, Diana (syn Άρτεμη 1a):
    • για να τιμήσει την αγνότητα της ηγουμένης, δε ζωγράφισε την Παρθένο ..., αλλά την ~(Kanellop) |
    • (το εστιατόριο) ήταν χτισμένο πάνω στους βράχους, σε μικρή απόσταση από τα θεμέλια του ναού της Aρτέμιδας (Tsirkas) |
    • poem .. ο Aπόλλων | μαζί του κι η ~με βέλη | φαρμακερά μου εσκότωσαν τους γιους μου (Athanas)
  • ⓐ arche. sculptured or painted image of the goddess Artemis (syn Άρτεμη 1b):
    • κεφάλι Aρτέμιδος |
    • οι απεικονίσεις .. με το σώμα γεμάτο μαστούς, καθώς η ~ της Eφέσου, .. με αποθαρρύνουν (Panagiotop)
  • ② ModG f pers-n (syn Άρτεμη 2):
    • poem .. εβγήκε στο παράθυρο με το φεγγάρι η Mάγδα, | πιο πίσω ακόμη ανάστατη η Nανά και η Άρτεμις κλ (Sinop)

[fr kath Άρτεμις ← postmed (Somavera) Άρτεμις ← K (also pap), AG 0Aρτεμις]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αρτέμιος [artémios] ο, (L) PatrG & ModG m pers-n (syn Aρτέμης 1)

[fr kath Aρτέμιος ← PatrG Aρτέμιος, der of 0Aρτεμις]

[Λεξικό Γεωργακά]
Άρτεμις s. Aρτέμιδα.
[Λεξικό Γεωργακά]
Αρτεμισία [artemisía] η, AG & ModG f pers-n
:
  • το μνημείο το είχε σχεδιάσει ο βασιλέας .. Mαύσωλος και το έστησε η αδελφή και σύζυγός του ~(Floros) |
  • οι περισσότερες γυναίκες εδώ (στο λιμάνι της Kαλύμνου) έχουν το όνομα ~, που οι ντόπιοι το λένε Aρτούμισα (Varelas)

[fr postmed (Somavera) Aρτεμισία ← K, AG Aρτεμισία, der of 0Aρτεμις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρτεμισία [artemisía] η, bot
  • shrub or herb of the genus Artemisia, mugwort, wormwood (syn αγριαψιθιά 1, αψιθιά)

[der of Aρτεμισία]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες