Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άρρητος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρρητος -η -ο [áritos] Ε5 : ANT ρητός. 1. (λόγ.) που δε λέγεται, που δεν εκφράζεται, απερίγραπτος: Άρρητες επιθυμίες / επιδιώξεις. 2. (μαθημ.) άρρητοι αριθμοί, που δεν είναι ούτε ακέραιοι ούτε κλάσματα, αλλά στη δεκαδική μορφή τους έχουν άπειρα μη περιοδικά δεκαδικά ψηφία. άρρητα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Επιθυμίες / βλέψεις εκφρασμένες ρητά ή ~.

[λόγ. < αρχ. ἄρρητος (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρρητος, -η, -ο [áritos] (L)
  • ① ineffable, inexpressible (syn ανείπωτος 2, L ανέκφραστος 1, L άφατος):
    • ~στοχασμός |
    • άρρητη αλήθεια, γλυκύτητα, ηδονή, ιδέα, τρυφερότητα |
    • άρρητο μυστήριο, νόημα, συναίσθημα |
    • είναι αδύνατο να ξέρουμε θετικά .. ποια ήταν η άρρητη εσωτερική εμπειρία του N. Kαβάσιλα (Kanellop) |
    • τον πρόσκαιρον άνθρωπο τον συνδέει με το σύμπαν .. με το απόλυτο, την άρρητην παρουσία του θεού (Tsatsos) |
    • είναι άρρητο και απρόσιτο το θείο και ανέκφραστο (Tatakis) |
    • ο πλατωνικός φιλόσοφος έμεινε ανίδεος από το άρρητο βάθος του κόσμου; (Theodorakop) |
    • poem σε άρρητου πόθου λικνιστήκαμε το κύμα (Kouritis)
  • ② math irrational:
    • ~αριθμός |
    • άρρητη εξίσωση irrational equation

[fr kath άρρητος ← postmed (Somavera) ← PatrG, K (also pap), AG ἄρρητος; cf NT(2 Cor. 12.4) ἄρρητα (r)ήματα 'words too sacred to say']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go