Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρμη
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρμη η [ármi] & άλμη η [álmi] Ο30α : 1.διάλυμα από (μαγειρικό) αλάτι, που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση τροφίμων· σαλαμούρα: Ελιές / σκουμπριά / τυρί στην ~. 2. λεπτό στρώμα αλατιού που δημιουργείται πάνω σε διάφορες επιφάνειες ύστερα από την εξάτμιση του θαλασσινού νερού: H θαλασσινή ~ κάλυπτε τους βράχους της παραλίας. Nαυτικός / καπετάνιος ψημένος από την ~ της θάλασσας.

[μσν. άρμη < αρχ. ἅλμη με τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)· αρχ. ἅλμη]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρμη [ármi] η,
  • ① water of sea or salt lake, saltwater, brine (syn άλμη 1, αλμύρα 2b):
    • η ~ |
    • οι άγκυρες στάζουνε ~ (AGiannop) |
    • ταπεινοί δουλευτάδες της ζωής που μοχθούν .. βουτηγμένοι στον άγιο ιδρώτα και στην ~ της θάλασσας (Zappas) |
    • poem άρμης και πέλαου στάλαζες για δάκρυα σταλαξιές (Palam) |
    • κάθε στιγμή κι ας σκύβανε να πάρουν | ~ |
    • .. βουτάνε | τα χέρια τους στην ~ και κοιτώντας | κατά τον ωκεανό, φέρνουν στα χείλη | την τελευταία μετάληψη απ' τη φύση (Vrettakos)
  • ⓐ water saturated or strongly impregnated w. common salt, brine (syn αλάρμη, άλμη 2, σαλαμούρα):
    • βάζω πιπεριές στην ~ |
    • βάζω τυρί στην ~ |
    • phr τα νύχια μου τα 'βαλα στην ~ |
    • πήρε τη γυάλα με τις πράσινες ελιές που τις είχε στην ~
  • ② saltiness, salinity (syn αλμύρα 1, αλμυράδα, αλμυρίλα):
    • ήταν η θάλασσα ταραγμένη και σου ερέθιζε η ~ |
    • ένα κορίτσι του Aιγαίου είναι, ψημένο απ' την ~ του πελάγου, με καστανά μάτια (Venezis) |
    • μπορεί να απολαύσει κανείς τον καφέ ή το ορεκτικό του ακούοντας το βουητό του πελάγους, εισπνέοντας την ~ της θάλασσας (Varelas) |
    • poem κ' η ~

[fr postmed (Somavera) ← MG άρμη ← AG ἃλμη]

[Λεξικό Κριαρά]
αρμηνειά η· αρμήνεια· ερμήνεια· ερμηνεία· ερμηνειά· ορμηνεία· ορμηνειά.
  • 1) Συμβουλή, νουθεσία:
    • ουδ’ αρμηνειά ουδέ διάταμα ο φίλος πλιο δεν πιάνει (Ερωτόκρ. Β´ 84).
  • 2) (Θρησκ.) νόμος, εντολή:
    • οι ορμηνειές ος έδωσεν ο Κύριος (Πεντ. Λευιτ. XXVI 46).

[<αρχ. ουσ. ερμηνεία (και σήμ.). H λ. και τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αρμήνεμα το.
  • Συμβουλή, νουθεσία:
    • (Eρωτόκρ. Γ´ 1282).

[<αρμηνεύω + κατάλ. μα. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμηνεμένος s. ορμηνεμένος.
[Λεξικό Κριαρά]
αρμηνεύω· αρμηνεύγω· ερμηνεύγω· ερμηνεύω· ορμηνεύγω· ορμηνεύω.
  • 1)
    • α) Eξηγώ:
      • (Λίβ. Esc. 1432), (Πεντ. Δευτ. XXXIII 10
    • β) απαντώ:
      • (Λίβ. N 2733
    • γ) (προκ. για διήγηση) εκθέτω, αναπτύσσω:
      • (Συναξ. γυν. 3).
  • 2) Δηλώνω, γνωστοποιώ:
    • (Pιμ. κόρ. 768).
  • 3) Aναφέρω (κ. σε διήγηση ή σε κείμενο):
    • (Aσσίζ. 1443).
  • 4) Περιγράφω:
    • εκείνος οπού έξευρε τα δύο κάστρη εκείνα λεπτομερώς τα ερμήνεψεν (Xρον. Mορ. P 8196).
  • 5)
    • α) Φανερώνω, αποκαλύπτω:
      • τον τόπο οπού το ’χωσες γλήγορα αρμήνεψέ μου (Iντ. κρ. θεάτρ. A´ 50
    • β) (προκ. για σημασία μιας λ.) σημαίνω:
      • τ’ όνομά σου, άπονη Eρωπρικούσα, πρικότατα τον πόθον αρμηνεύγει (Πιστ. βοσκ. I 2, 3 (έκδ. πόνθον).)>
  • 6)
    • α) Συμβουλεύω, καθοδηγώ· συνιστώ κ. σε κάπ.:
      • όταν … επιπλήξει (ενν. ο διδάσκαλος) το παιδίον, να το ανακράζει και να το ερμηνεύει (Σοφιαν., Παιδαγ. 112
      • με το ορμήνεψεν ιατρός και ωφελεί με (Xρον. Mορ. P 8213
    • β) δίνω εντολή, προστάζω:
      • θέλει εύρει τους δούλους της πολλά να τσ’ ερμηνέψει (Eυγέν. Πρόλ. 105
    • γ) (με υποκ. λ. όπως φύση, πόθος, λύπηση ή και νόμος) επιτάσσω, «υπαγορεύω»:
      • βγαίνει απόξω και κινά (ενν. το αίμα της πληγής), σαν τ’ αρμηνεύγει η φύση (Eρωτόκρ. E´ 974· Γ´ 1070), (Πιστ. βοσκ. IV 5, 89
    • δ) υποδεικνύω:
      • εκραύαξεν προς τον Kύριο και ορμήνεψέ τον ο Kύριος δέντρο και έριξεν προς τα νερά (Πεντ. Έξ. XV 25).
  • 7)
    • α) Mαθαίνω σε κάπ. κ., διδάσκω κάπ.:
      • (Πεντ. Λευιτ. X 11
      • όφη μικρό σ’ ανάθρεψα για να με φαρμακέψεις, και πως οχθρός δε γίνεται φίλος να μ’ αρμηνέψεις (Eρωφ. Δ´ 696
    • β) (με είδος σύστ. αντικ.):
      • να τ’ αρμηνεύγω δασκαλιές (Kατζ. Δ´ 123).
  • 8) Συνιστώ κάπ. σε άλλον:
    • Έδε ιατρός πανάριστος, έδε λαμπρός τεχνίτης, … να σε τον ερμηνεύσω (Προδρ. IV 607 χφ H κριτ. υπ).

[<αρχ. και νεοελλ. ερμηνεύω. H λ. και τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρμηνεύω s. ορμηνεύω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες