Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άρκος ο — η.
-
- Aρκούδα:
- (Γλυκά, Στ. 369), (Διγ. Z 1418).
[αρχ. ουσ. άρκος (L‑S και Suppl., DGE). Tο αρσ. και σήμ. ποντ.]
- Aρκούδα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρκος [árkos] ο, (& αρκός) fish.
- type of net used in fishing the bonito
[perh fr AG ἄρκυς 'hunting net']
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρκοσόλιο [arkosόlio] το, arche.
- arched or vaulted sepulchral chamber in catacombs:
- η νότια στοά στη σημερινή της μορφή αποτελεί ένα παρεκκλήσιο με αρκοσόλια και τάφους γύρω γύρω (MChatzidakis) |
- όλα τα μνήματα καλύπτονται από μικρές στοές, που το σχήμα τους είναι το ίδιο με τα αρκοσόλια των κατακομβών (Varelas) |
- στο μέσον του βόρειου τοίχου ανοίγεται ο τάφος του κτήτορα σε μορφή αρκοσολίου (Tsitouridou)
[fr kath αρκοσόλιον ← αρκοσόλιον, this fr LLat arcisolium, cpd of arcus 'arch' & solium 'sarcophagus']
- arched or vaulted sepulchral chamber in catacombs:



