Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρκλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άρκλα η.
  • 1) Tάφος κτιστός:
    • (Eρωφ. E´ 296).
  • 2) Kιβώτιο, σεντούκι:
    • ανοίγω και την άρκλαν μου να εύρω ψωμίν να φάγω (Προδρ. III 97).
  • 3) H Kιβωτός (του Nώε):
    • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 95v).

[<λατ. arcula. H λ. τον 6. αι. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρκλα [árkla] η,
  • ① cupboard or chest used for storing food (near-syn αρμάρι, ντουλάπι):
    • έβαλε το ψωμί στην ~
  • ② burial chest, crypt, tomb (near-syn τάφος):
    • δυο μορφές ενταφιάζουν μέσα σε μιαν ~ |
    • folks. .. το νεκρό θα φέρουνε σ' ένα εκκλησιδάκι, | σε ~

[fr postmed, MG άρκλα ← Lat arcula]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες