Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άριστοι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άριστοι [áristi] οι, (L) polit & philos
  • best qualified or preeminent persons:
    • το πολιτειακό ιδανικό του Γεμιστού είναι μοναρχία συγκερασμένη με ολιγαρχία· σύμβουλοι να είναι οι ~ |
    • την πολιτεία ταιριάζει να την κυβερνούν οι κάτοχοι της αρετής μόνο, οι ~ |
    • τούτο ανάγκασε τον Πλάτωνα να υποδείξει την υποχρεωτική χρησιμοποίηση των αρίστων (Panagiotop)

[fr kath άριστος ← AG ἄριστοι, substantiv. m pl of ἄριστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες