Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρδην
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρδην [árδin] επίρρ. : (λόγ.) κατά τρόπο ριζικό, ολοκληρωτικό· εκ θεμελίων, τελείως: Άλλαξε ~ ο συσχετισμός των δυνάμεων. Mε την κατασκευή της ατομικής βόμβας μεταβλήθηκαν ~ οι όροι διεξαγωγής των πολέμων.

[λόγ. < αρχ. ἄρδην]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρδην [ár∂in] adv, (L)
  • fr top to bottom, radically, completely, utterly, altogether (near-syn εντελώς, ριζικά, τελείως):
    • η μια σχολή αναποδογυρίζει ~όλη την ιδεολογία της άλλης (Tsatsos) |
    • δεν θα εδίσταζε καθόλου να αλλάξει ~ την πολιτική του πίστη (Roussos) |
    • οι συνθήκες ζωής της παροικίας μας μεταβάλλονται ~ (Chatzinis) |
    • η ~ ανατροπή των ποσοστών αυτών δεν είναι και αντικειμενικώς δυνατή (Angelop)

[fr kath άρδην ← K (also pap), AG ἄρδην; cf βάδην, στάδην, κρύβδην, φύρδην etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες