Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρδευση η [árδefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρδεύω: H τεχνητή ~ της πεδιάδας / των χωραφιών.
[λόγ. < αρχ. ἄρδευ(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρδευση [ár∂efsi] η, gen άρδευσης & αρδεύσεως, (L) agric
- irrigation, watering (syn πότισμα):
- ~της πεδιάδας, των χωραφιών |
- διώρυγες αρδεύσεως |
- στην οδοποιία, την αναδάσωση, την ~, η πρόοδος ήταν εντατική (Christidis) |
- το πρώτο πεντάχρονο σχέδιο απέβλεπε στην ~ σημαντικών εκτάσεων (Evelpidis) |
- διοχευτεύονται στη θάλασσα τα νερά, που περισσεύουν από την ~ (Varelas)
[fr kath άρδευσις ← K (also pap), AG ἄρδευσις]
- irrigation, watering (syn πότισμα):