Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρβυλο το [árvilo] Ο41 : αρβύλα.
[< αρβύλα η μεταπλ. άρβυλα τα (πληθ.) για να δείχνει περισσότερο “αρχ.”]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρβυλο [árvilo] το, pl άρβυλα,
- heavy military boot, combat boot (syn αρβύλα):
- η ψυχή του έτριξε πάνω στην πίκρα της, καθώς που τρίζει επάνω στο χαλίκι το ~του απελπισμένου (Elytis) |
- κούτσαινε λίγο από το δεξί κ' έσερνε τ' ~ μέσα στη σκόνη (Tsirkas) |
- ήταν .. δυο υπαξιωματικοί με τον ασύρματο και σαράντα δέματα ρούχα, άρβυλα, πολυβόλα (ChZalokostas) |
- όλα μου πέφταν φαρδιά, ακόμα και τ' άρβυλα δυο νούμερα πιο μεγάλα από τα πόδια μου (Panagiotop) |
- στρατιώτες αξύριστοι .. με τρύπιες σκελέες, πόδια τυλιγμένα σε πανιά αντί για άρβυλα (Petsalis) |
- πέφτουν οι μαχητές πρηνηδόν .. κι από πίσω βλέπεις τ' άρβυλά τους δίχως σόλες (Terzakis) |
- poem φορούσαμε τ' άρβυλα του νεκρού μας φίλου (Pavleas)
[der of αρβύλα]
- heavy military boot, combat boot (syn αρβύλα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρβυλοποιός [arvilopiós] ο,
- military boot-maker (syn αρβυλάς):
- τα δύο πρώτα από τα σωματεία, όσα ενίσχυσαν τον φοιτητικό αγώνα στα Eυαγγελικά του 1901, τις συντεχνίες δηλαδή των αιγογαλακτοπωλών και των αρβυλοποιών (Dimaras)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρβυλοποιός]
- military boot-maker (syn αρβυλάς):



