Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπταιστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άπταιστα [áptesta] adv (L)
  • ① faultlessly, flawlessly, unerringly, perfectly (syn αλάθευτα 1, αλάνθαστα, άψογα):
    • ούτε οι χορηγημένες από το παρελθόν δυνάμεις του πολιτισμού λειτουργούν ~κλ (Despotop) |
    • χρέος είναι να ελεγχθούν ~ οι τερατικές ολέθριες δυνάμεις της τεχνικής (id., adapted)
  • ② faultlessly, thoroughly, fluently, perfectly (syn απταίστως):
    • ξέρει το μάθημα ~ (syn phr απ' έξω κι ανακατωτά) |
    • μιλούσε κ' έγραφε ~ δυο τρεις ξένες γλώσσες (Sachinis)

[der of άπταιστος; cf απταίστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες